- μειονεκτώ
- μειονεκτώ βλ. πίν. 73
(μόνο στον ενεστ. και παρατατ.)
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
μειονεκτώ — (Α μειονεκτῶ, έω) [μειονέκτης] 1. έχω κάτι σε μικρότερο βαθμό από κάποιον άλλο, υστερώ ως προς κάτι 2. είμαι κατώτερος νεοελλ. έχω ελάττωμα … Dictionary of Greek
μειονεκτώ — μειονέκτησα, υστερώ σε κάτι, έχω κάποιο ελάττωμα, ατέλεια, έλλειψη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μειονεκτῶ — μειονεκτέω have too little pres subj act 1st sg (attic epic doric) μειονεκτέω have too little pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειονέκτημα — το (Α μειονέκτημα) [μειονεκτώ] 1. το αποτέλεσμα ή η κατάσταση τού μειονεκτώ, η ύπαρξη ιδιότητας ή συστατικού σε πρόσωπο ή πράγμα κατά βαθμό μικρότερο σε σύγκριση με κάποιο άλλο πρόσωπο ή πράγμα, αυτό ως προς το οποίο υστερεί κάποιος από κάποιον… … Dictionary of Greek
αποδέω — (I) ἀποδέω (Α) δένω σφιχτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + δέω (Ι) «δένω, δεσμεύω»]. (II) ἀποδέω (Α) 1. έχω έλλειψη από κάτι, χρειάζομαι κάτι 2. μειονεκτώ 3. διαφέρω 4. χάνω κάτι 5. φρ. «τοσοῡτον ἀποδέω τινός» τόσο απέχω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * +… … Dictionary of Greek
απολείπω — (AM ἀπολείπω) 1. λείπω, δεν υπάρχω, απουσιάζω 2. αφήνω, εγκαταλείπω 3. ( ομαι) απομακρύνομαι από κάτι, εγκαταλείπω κάτι αρχ. Ι. 1. χάνω κάτι 2. (για αγώνισμα) αφήνω πίσω, ξεπερνώ 3. αφήνω ατελείωτο 4. αφήνω ανοιχτό, αφήνω διάστημα 5. είμαι… … Dictionary of Greek
ελαττώνω — (AM ἐλαττῶ, όω Α και ἐλασσῶ, όω) 1. καθιστώ κάτι λιγότερο ή μικρότερο 2. μειώνω κάποιον, μειώνω την αξία του αρχ. μσν. ἐλαττοῡμαι 1. εξασθενώ, γίνομαι ασθενικός 2. μειονεκτώ μσν. βλάπτω αρχ. Ι. 1. αφαιρώ κάτι από κάποιον 2. κόβω, κονταίνω II. παθ … Dictionary of Greek
επιδεύομαι — ἐπιδεύομαι (Α) 1. μού λείπει κάτι, στερούμαι («νῡν δ’ ἤδη τούτων ἐπιδεύομαι», Ομ. Οδ.) 2. χρειάζομαι τη βοήθεια κάποιου («σεῡ ἐπιδευόμενος») 3. υστερώ, μειονεκτώ («πολλὸν κείνων ἐπιδεύεαι ἀνδρῶν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δεύομαι «στερούμαι, έχω… … Dictionary of Greek
κάτω — και κάτου (ΑΜ κάτω) επίρρ. 1. σε κατώτερο σημείο, χαμηλά (α. «τόν πέταξε κάτω από το παράθυρο» β. «πᾱν δέ τ ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται», Ομ. Ιλ.) 2. χάμω, πάνω στη γη, πάνω στο έδαφος (α. «εμείς θα κοιμηθούμε κάτω» β. «έριξε κάτω τα μάτια της»… … Dictionary of Greek
μειονεκτικός — ή, ό (Α μειονεκτικός, ή, όν) [μειονεκτώ] νεοελλ. 1. αυτός που υστερεί σε σχέση με άλλους ως προς κάτι («βρίσκεται σε θέση μειονεκτική») 2. συνεκδ. ελαττωματικός, ελλιπής, ατελής, κατώτερος («μειονεκτικά παιδιά») αρχ. αυτός που είναι διατεθειμένος … Dictionary of Greek